- ἐριστέφανος
- ἐρι-στέφᾰνος, ον,A eminently crowned, epith. of Rhea, Rev.Ét. Gr.19.268 ([place name] Aphrodisias).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εριστέφανος — ἐριστέφανος, ον (Α) (ως επίθ. τής Ρέας) αυτός που φέρει στο κεφάλι ψηλό στέμμα, ανυψωμένο στεφάνι επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + στέφανος] … Dictionary of Greek
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek